- ιδιοκτήμων
- ἰδιοκτήμων, -ονος, ὁ (Α)αυτός που έχει δικά του κτήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. α-κτήμων, γαιο-κτήμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰδιοκτήμων — private owner masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιοκτημοσύνη — ἰδιοκτημοσύνη, ἡ (Μ) [ιδιοκτήμων] (για μοναχούς) το να έχει κάποιος δικά του κτήματα («ὅπου ἰδιοκτημοσύνη καί οὐ κοινότης, ἄπεστιν ἐκεῑθεν ὁ Χριστός», Στουδ. Θεοδ.) … Dictionary of Greek